Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2014 TIFF 14 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

Άγιος (;) ο Θεός...

Στα τόσα χρόνια που παρακολουθούμε το φεστιβάλ, δεν έχει υπάρξει πιο λιτή τελετή έναρξης από τη φετινή. Ειπώθηκαν τα εντελώς απαραίτητα – εντάξει, η παρουσιάστρια Πηνελόπη Τσιλίκα (πρωταγωνίστρια στη Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη), είχε μια υπερβολή σε κάποιες στροφές του λόγου της – και μετά από ομιλία δύο λεπτών από τον Δημήτρη Εϊπίδη κι άλλων δύο λεπτών από τον Γιάννη Μπουτάρη η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Καλύτερα. Έτσι μπήκαμε κατευθείαν στο ψητό. Και μετά από έναν σύντομο χαιρετισμό του Kornél Mundruczó μέσω βίντεο είδαμε την ταινία έναρξης του φεστιβάλ.

Fehér Isten / White God

Το «Λευκός Θεός» (Fehér Isten / White God) του Ούγγρου σκηνοθέτη, που κέρδισε το βραβείο στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» του περασμένου φεστιβάλ Καννών, αποτέλεσε μια παράξενη και ιδιαίτερη εμπειρία για όλους τους θεατές στο «Ολύμπιον». Άλλοι την αγάπησαν άλλοι την μίσησαν κι αυτό φάνηκε στα πηγαδάκια που δημιουργήθηκαν μετά το πέρας της προβολής της. Η αλήθεια είναι πως ο σκηνοθέτης ισορροπεί συνεχώς σε τεντωμένο σκοινί, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να γλιστρήσει στη γραφικότητα και τον... χολιγουντισμό (sic), εντέλει όμως παραδίδει κάτι που λίγο απέχει να χαρακτηριστεί αριστούργημα. Άνισο μεν, σπουδαίο δε.

Η υπόθεση: Η 13χρονη Λίλι είναι ένα κορίτσι που ζει στη σύγχρονη Βουδαπέστη. Μένει με τη μητέρα της, τον πατριό της και τον αγαπημένο της σκύλο, τον Χάγκεν. Όταν οι κηδεμόνες της θα χρειαστεί να λείψουν σε ταξίδι για δουλειές για όλο το καλοκαίρι, η Λίλι αναγκάζεται να μείνει με τον πατέρα της, έναν κτηνίατρο παραιτημένο και κακόκεφο. Ο μπαμπάς δεν θέλει τον Χάγκεν στο σπίτι του κι όταν καλείται να πληρώσει έναν ειδικό φόρο που έλαβε η κυβέρνηση της Ουγγαρίας σε όσους φροντίζουν ημίαιμα αντί για καθαρόαιμα, αποφασίζει να εγκαταλείψει το σκύλο στο δρόμο προς μεγάλη απογοήτευση και πίκρα της Λίλι. Περιπλανώμενος στους δρόμους, ψάχνοντας τρόπο να γυρίσει πίσω στη Λίλι, ο Χάγκεν πέφτει σε κακοτοπιές. Σε ανθρώπους που προσπαθούν να τον εκμεταλλευτούν. Ο Χάγκεν αγριεύει. Κι όταν του δοθεί η ευκαιρία θα ηγηθεί της εξέγερσης των ημίαιμων εναντίον της ανθρωπότητας. Τι θα γίνει, όμως, όταν τελικά βρει τη Λίλι, η οποία με τη σειρά της δεν είχε πάψει λεπτό να τον αναζητεί;

Η άποψή μας: Ο Χάγκεν (τον οποίο υποδύονται δύο σκύλοι) είναι καφετής. Είναι όμως και ο λευκός θεός της ταινίας. Πρώτη αναφορά λοιπόν, στο «Λευκό σκύλο» (White Dog), του Samuel Fuller, όπου ένας εκπαιδευτής σκύλων προσπαθεί να αλλάξει τη συμπεριφορά ενός λευκού γερμανικού λυκόσκυλου το οποίο έχει εκπαιδευτή να ορμά μόνο σε μαύρους! Σε κάποιες σκηνές της ταινίας σκέφτεσαι τον «Όλιβερ Τουίστ», σε άλλες τα «Πουλιά» του Hitchcock ή ακόμα, ακόμα τον «Πλανήτη των πιθήκων» ή και τον... «Σπάρτακο» και το «Κουρδιστό πορτοκάλι» (εντάξει, το παρατράβηξα). Μια αλληγορία, λοιπόν, για τον ρατσισμό, την άρχουσα τάξη των καθαρόαιμων, που πάντα αντιμάχεται τους ημίαιμους, τη βία της εξουσίας, την εκμετάλλευση των ζώων από τον άνθρωπο. Αλλά και μια ταινία για την ενηλικίωση, τη σχέση γονέα – παιδιού, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Ή, όπως πολύ απλά το έθεσε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, η ταινία προέκυψε ως απάντηση στην άνοδο των νεοναζί στη χώρα του.

Τεχνικά ομιλώντας το φιλμ είναι άψογο. Σπουδαία σκηνοθεσία, τρομερή διεύθυνση φωτογραφίας, εξαιρετική ηχητική μπάντα και σάουντρακ. 274 σκυλιά συμμετείχαν στα γυρίσματα, ο μεγαλύτερος αριθμός που έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ σε μια ταινία. Και δεν υπάρχουν οπτικά εφέ: η μεγαλειώδης αρχική σκηνή (που επαναλαμβάνεται αυτούσια λίγο μετά το μέσον) και η συναρπαστική, ποιητική σκηνή του φινάλε, που έχει πολύ... προσκύνημα δεν μπορούν παρά να γουρλώσουν τα μάτια του θεατή. Ο Mundruczó ωριμάζει, αιφνιδιάζει, προβληματίζει. Κάποιοι συμβολισμοί είναι εύκολοι, το φινάλε παραπέμπει σε προδιαγεγραμμένη αποτυχία της επανάστασης («να καλέσω την αστυνομία;» - «όχι ακόμα»), η βία κάποιες φορές ενοχλεί (και μιλάμε για τη βία που υφίστανται τα ζωντανά, έτσι;), το σύνολο όμως είναι σπάνιας αισθητικής και γεμάτο νοήματα που εύκολα γίνονται αντιληπτά αλλά δύσκολα μπορούμε να τα χωνέψουμε και να τα μεταφράσουμε σε τρόπο ζωής.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – έχει διανομή από την Ama Films και θα βγει στις αίθουσες της χώρας μας την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου)

Gilliap

Για να μην αφήσουμε... ξεροσφύρι ως μοναδική ταινία της πρώτης μας ανταπόκρισης το «Λευκό Θεό» θα αναφερθούμε σε άλλες δύο ταινίες που έτυχε να δούμε παλαιότερα και προβάλλονται στο φεστιβάλ.

Στο πλαίσιο του αφιερώματος του φεστιβάλ στον Roy Andersson προβλήθηκε σήμερα το απόγευμα η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Σουηδού σκηνοθέτη, το «Γκίλιαπ» (Giliap). Παραθέτουμε παρακάτω το κείμενο που γράψαμε για την ταινία στο πλαίσιο άρθρου για την καριέρα του στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Soul» που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες (ναι, αυτό με εξώφυλλο την Emma Stone):

Θα μπορούσε να είναι θεατρικό του Ίψεν. Ή μία ταινία του διασημότερου συμπατριώτη του Roy, του Ingmar Bergman. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ψυχολογικό, αισθηματικό δράμα. Ένας νεαρός χωρίς όνομα ζητάει και πιάνει δουλειά ως σερβιτόρος σε ένα ξενοδοχείο. Εκεί δουλεύει ως σερβιτόρα η όμορφη Άννα, που είναι ζευγάρι με έναν τύπο, ο οποίος ονομάζει τον εαυτό του «Κόμη» και βγάζει τα προς το ζην πλένοντας πιάτα. Η Άννα θέλει να ξεφύγει, να αλλάξει ζωή. Δείχνει το ενδιαφέρον της για τον νεαρό σερβιτόρο, αλλά εκείνος έχει αλλού το μυαλό του. Ο «Κόμης» τον συμπαρασύρει σε μια ληστεία, δίνοντάς του το κωδικό όνομα «Γκίλιαπ». Η ληστεία αποτυγχάνει παταγωδώς, η Άννα το σκάει, ο σερβιτόρος την ψάχνει και τη βρίσκει, συνειδητοποιώντας πως είναι ερωτευμένος μαζί της και ο «Κόμης» δίνει με έναν πυροβολισμό το τραγικό φινάλε στην ιστορία. Η ταινία αποδείχτηκε τεράστια οικονομική καταστροφή. Το μπάτζετ της ξέφυγε, οι κριτικοί της εποχής την κατακρεούργησαν και οι θεατές της έδειξαν την πλάτη τους: ούτε 15 χιλιάδες Σουηδοί πήγαν να τη δουν. Κανένας παραγωγός δεν ήθελε να δουλέψει πλέον μαζί με τον Roy. Έως ότου η επιτυχία τον βρήκε εκεί που δεν το περίμενε.

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ)

Nånting måste gå sönder/ Something Must Break

Τελειώνουμε την αναφορά μας στην πρώτη ημέρα του φεστιβάλ με την ταινία «Κάτι πρέπει να σπάσει» (Nånting måste gå sönder / Something Must Break) του Ester Martin Bergsmark (Ανοιχτοί Ορίζοντες – Κυρίως πρόγραμμα). Μια ταινία που, όντας ομοφοβικός, δεν μπορώ να την κρίνω αντικειμενικά. Ούτε μπορώ να την προτείνω στους μέσους θεατές – τουλάχιστον εγώ και λόγω επαγγελματικής διαστροφής, είμαι... προπονημένος σε αντίστοιχα θεάματα. Αλλά πάλι, τι να πω, ο μέσος θεατής μπορεί να με εκπλήξει και να μην είναι τόσο συντηρητικός όσο εγώ εντέλει.

Η υπόθεση: Ο Σεμπάστιαν είναι ένας διαφυλικός που ζει στη Σουηδία. Θέλει να γίνει η Έλι, την οποία προσδιορίζει στο μυαλό του ως τη δυναμική αδελφή του. Συγκατοικεί με μια λεσβία, δουλεύει σε κάτι σαν Ikea και αναζητά τον έρωτα. Κι όσο ο έρωτας δεν εμφανίζεται, ξοδεύεται σε one night stands και «ψωνίζεται», σπορ που σαφώς και είναι επικίνδυνο. Σε μια τέτοια επικίνδυνη κατάσταση τον σώζει από βίαιο ξυλοδαρμό ο Αντρέας, που είναι στρέιτ. Ανάμεσα στους δύο νέους αναπτύσσεται μια σχέση, φιλική αρχικά, κάτι πολύ περισσότερο αργότερα. Μπορούν όμως να είναι οι δυο τους μαζί;

Η άποψή μας: Πρώτη ταινία μυθοπλασίας του (ντοκιμαντερίστα ως τώρα) διαφυλικού σκηνοθέτη Bergsmark. Με πρωταγωνιστή έναν επίσης πραγματικό διαφυλικό, που υποδύεται τον Σεμπάστιαν / Έλι. Μάλιστα, για να βρεθεί ο άνθρωπος που ερμήνευσε το ρόλο πέρασαν από κάστινγκ πάρα πολλοί διαφυλικοί στη Στοκχόλμη. Αν παραβλέψουμε τα σεξουαλικά στεγανά η ταινία είναι ένα μελόδραμα ουσιαστικά. Με τον πρωταγωνιστή να είναι μια πραγματική drama queen, χωρίς αυτοπεποίθηση αρχικά, που έχει ένα κουτί στο οποίο μαζεύει αναμνηστικά από σχεδόν έρωτες: ένα πατημένο αλουμινένιο κουτί αναψυκτικού, ένα ματωμένο χαρτομάντιλο, ένα μικρό μαχαίρι. Καθώς γνωρίζει τον Αντρέας, όμως, και τον ερωτεύεται με όλο του το είναι, αλλάζει, δυναμώνει και αποδέχεται πως δεν έχει κανένα πρόβλημα να αποδεχτεί τον εαυτό του ως Έλι, ανεξάρτητα από το πως πιθανόν τον βλέπει ο περίγυρός του.

Το σάουντρακ είναι εξαιρετικό (ακούγονται από How To Dress Well και The Knife έως The Crime και Tami Tamaki – το δικό της «I Never Loved This Hard This Fast Before» ξεχωρίζει, ενώ υπάρχει και σκηνή με καραόκε όπου ακούγεται το «Fading Like A Flower» των Roxette!), υπάρχει μια τρομερά ρομαντική παραδόξως ατάκα («είσαι τόσο όμορφος/η που μου έρχεται να ξεράσω») αλλά το όλον απλά δεν στέκει. Και υπάρχουν σκηνές που φλερτάρουν με την ιλαρότητα: ο αλά Pieta Σεμπάστιαν / Έλι βρίσκεται στην αγκαλιά ενός εραστή την ίδια ώρα που άλλος εραστής ουρεί επάνω του σε slow motion κι ενώ ακούγεται το «You're My Thrill» της Πέγκι Λι! Not my cup of tea και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

(η ταινία προβάλλεται την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου στις 22.30, στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα και το Παρασκευή 7 Νοεμβρίου στις 23.00 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης)
θοδωρής γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2014 TIFF 14 Live

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική