JACE

του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. Με τους Alban Ukaj, Στεφανία Γουλιώτη, Αργύρη Ξάφη, Ιερώνυμο Καλετσάνο, Μηνά Χατζησάββα, Κόρα Καρβούνη, Soma Badekas, Ακύλα Καραζήση, Diogo Infante, Χρήστο Λούλη, Franco Trevisi


Jay Asymmetric Confused Elegy
του zerVo
Ήθελα πολύ το J.A.C.E. να είναι μια καλή ταινία. Όχι τόσο διότι τα υλικά του - δεδομένα - είναι παρμένα από το πάνω ράφι της εγχώριας καλλιτεχνικής σκηνής, με συνέπεια οι φιλοδοξίες από μόνες τους να τείνουν σε πανύψηλο επίπεδο. Αλλά γιατί πίστευα πως μέσα από τις εικόνες του, το ελληνικό σινεμά, θα αποδείκνυε πως είναι ικανό να ανεβάσει μια ταχύτητα παραπάνω το τέμπο της αφήγησης του, από εκείνο το αργόσυρτο, πλην σινεφιλικά αναγνωρισμένο, που προτάσσει το τελευταίο κύμα των εγχώριων κινηματογραφιστών. Η απογοήτευση μου δεν έχει να κάνει με καθαυτό το πόνημα του Καραμαγγιώλη, που κάτω από τις οικονομικές συνθήκες που βιώνουμε, όπως κι ο ίδιος ομολόγησε, κυριολεκτικά πρόκειται για ένα μικρό θαύμα, αλλά που δεν ικανοποιήθηκε η προαναφερόμενη (μεγάλη, δεν το κρύβω) προσδοκία μου. Δεν το έχουμε - δυστυχώς - φιλμικά το κόλπο του ρυθμού, του κοφτού μοντάζ, της δράσης βρε αδερφέ, να πούμε πως ένα δικό μας προϊόν μας τσίτωσε στο κάθισμα και που συγκρινόμενο με τον ανταγωνισμό - τον κοντινό μας, για να μην πηγαίνει ο νους σε τίποτα Μέκκες - ήταν αν όχι καλύτερο, τουλάχιστον εφάμιλλο.

Επτά μόλις χρόνων αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι του στο Αργυρόκαστρο, έχοντας νωπές ακόμη τις μνήμες του βάναυσου αφανισμού της φαμίλιας του και ακολουθώντας τις εντολές των στυγνών εμπόρων λευκής σαρκός, θα βρεθεί στην βρωμερή Αθήνα ως ένας ακόμη δύστυχος πιτσιρίκος που κινείται ανάμεσα στον υπόκοσμο, τα φανάρια και το αναμορφωτήριο. Ενήλικος πλέον και αφού έχει δοκιμάσει τις ικανότητες του σε διάφορα νόμιμα επαγγέλματα, ανάμεσα στα οποία και εκείνο του φροντιστή των αγρίων ζώων σε τσίρκο, θα πέσει και πάλι στον βούρκο της παρανομίας, κυνηγημένος ακόμη από τους πατρόνους της εκμετάλλευσης που για χρόνια είχαν χάσει τα ίχνη του, δίχως να έχει την στήριξη κανενός.

Αυτός είναι ο J.A.C.E. Δεν απαιτείται δα να δώσεις και μεγάλη σημασία στα επί της οθόνης δρώμενα για να σχηματίσεις άποψη για την προσωπικότητα του. Λίγο καιρό να έχεις ζήσει στην μουντή τσιμεντούπολη, πανεύκολα τον αναγνωρίζεις, μεταξύ εκείνων των δύσμοιρων, που σωρηδόν τσουβαλιάστηκαν από τις πατρίδες τους, για χατήρι των λαθρεμπόρων που θησαύρισαν από χίλιους μύριους ομοίους του. Δίχως μάνα, αφού του την στέρησε η ντεμέκ αξιοπρέπεια μιας μηδενικών αξιών κοινωνίας, δίχως πατέρα, αφού έπεσε νεκρός από τις σφαίρες των redneck συμμοριτών. Οι αφρικάνοι έχουν δώσει ένα όνομα στα παχύδερμα της ηπείρου τους, που καλούνται να ανταπεξέλθουν πεντάρφανα των δυσκολιών: Ακόμη Ένας Μπερδεμένος Ελέφαντας! Αυτή είναι η ταυτότητα του Βορειοηπειρώτη ντελικανή. Αυτή δυστυχώς είναι και η τελευταία σχέση της ταινίας με την έμπνευση...

Δεν ξέρω από που να αρχίσω να μετρώ αρνητικά στοιχεία, για το έργο του δημιουργού που απουσίαζε από την ενεργό δράση για έντεκα ολόκληρα χρόνια, από τον καιρό του (αδιάφορου) Black Out. Το πρώτο πράγμα που επί δυόμισι ώρες στροβίλιζε στο μυαλό μου, παρακολουθώντας την Οδύσσεια Ενός Ξεριζωμένου (καμία αναφορά στο δράμα του Τεγόπουλου, άλλωστε κάτι τέτοιο μόνο τιμή θα μπορούσε να αποτελεί για το παρόν) ήταν αν στο συνεργείο του ο Καραμαγγιώλης διέθετε και μοντέρ. Δεν είναι δυνατόν να μην υπήρξε ένας άνθρωπος γνώστης της κοπτοραπτικής του digital σελιλόιντ, δίπλα στον σκηνοθέτη, που να βάλει χαλινάρι στις υπέρμετρες ματαιοδοξίες του και τουλάχιστον να προσφέρει ένα εύπεπτο ενενηντάλεπτο, ανταυτού του δυωμισάωρου πολυλογάδικου Μαραθωνίου. Εκτιμώ πως από το αρχικό σενάριο που σκέφτηκε ο director δεν πρέπει να αφαιρέθηκε ούτε ατάκα στο κοπίδι. Συνέπεια τούτου?

Ένα δαιδαλώδες στόρι, που χωρίζεται σε καμιά εικοσαριά ενότητες, σαν να είναι βιβλίο Βίπερ, με ξεχωριστό τίτλο το καθένα, που βάνει για αρχή τον Αλβανικό πετρότοπο και δεν στοχεύει να σταματήσει πουθενά. Όπου μας βγάλει η άκρη, με κάποιες ενδιάμεσες ανάσες σε rave πάρτι της παραμεθορίου, σε Μεντρανίσια ακροβατικά, σε μεταμοντέρνα drag show, σε υπόγεια παρατηρητήρια CCTV. Και ποια η κορύφωση? Άπαντες οι χαρακτήρες, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο είναι οι ίδιοι! Ο ίδιος άρπαγας της παιδικής αθωότητας, ο ίδιος έντιμος εκπρόσωπος του νόμου, οι ίδιοι λαμογιέν μπάτσοι, ο ίδιος βαρόνος του υποκόσμου, το ίδιο τραβεστί, δυστυχώς και στην πλατεία ο ίδιος θεατής, που πρέπει να κοίταξε το ρολόι του καμιά εικοσιπενταριά φορές μέχρι το λυτρωτικό Fin.

Ποίηση, θα πει ο σούπερ καλοπροαίρετος και εμφανής αλληγορία της κοινωνίας που μας περιβάλλει, αυτή η συμπτωσιακή επανάληψη προσώπων. Άντε και να το δεχτώ, όσο το φιλμάκι - ας πούμε - μένει σε κάποια λογική πορεία και δεν εκτροχιάζει, μόνο του, τα βαγόνια του, ένθεν κακείθεν της απίστευτα ασύμμετρης ράγας. Όταν όμως στο εκράν ξεκινούν τα άστατα μπιστολίδια και τα ανεκδοτικά αιματηρά πεσίματα στο πεζοδρόμιο της Πλατείας Θεάτρου, το πράγμα χάνει το όποιο κοινωνικό του alibi, αφού πλέον εξελίσσεται σε action thriller του Grindhouse της πιο κακιάς ώρας, ωθώντας τους θιασώτες της Εξόδου Κινδύνου του Φώσκολου, να βάλουν τον δείκτη στο πλάι του μετώπου, καμαρώνοντας που ο Μίστερ Νικ, είναι τόσες δεκαετίες μπροστά από τους απογόνους του.

Για πες: Τρανή απόδειξη δηλαδή του ότι δεν αρκούν μόνο οι σωστές πρώτες ύλες για να πετύχεις την συνταγή, απαιτείται και μαεστρία και ικανότητα. Όπου υλικά βάλε μια πραγματική παρέλαση σπουδαίων ρολιστών, που στο σύνολο τους σχεδόν εξαφανίζονται από τον άτεχνο βομβαρδισμό των καρέ (μερικά εκ των οποίων αξιόλογης προοπτικής, μέχρι εκεί όμως) δίχως να ολοκληρώνεται ποτέ το κτίσιμο της οντότητας τους. Διασωθέντες υπάρχουν? Άντε πέρα του βασικού πρωταγωνιστή Alban Ukaj, μόνο και μόνο που αντέχει το Σισυφικό μαρτύριο να μην βγάλει άχνα σε καμιά δεκαριά χιλιάδες πλάνα, ξεχωρίζει ο Τσορτέκης, που αν ήμουν Besson θα τον είχα κλείσει χθες, για να παίξει στην καινούργια γκαγκστερική μου περιπέτεια τον Έλληνα μικροκακοποιό και φυσικά ο Καλετσάνος, που ήδη έχει αγκαλιάσει το Βραβείο της Ακαδημίας για την αντρική υποστηρικτική ερμηνεία. Α, και για να μην νιώσω πως έχασα τον συσχετισμό του θέματος με τους συμπαθέστατους ελέφαντες, να προσθέσω πως μόνο εκείνοι δεν θα είχαν αντιληφθεί από το πρώτο δευτερόλεπτο την ανατροπή του φινάλε. Που στα χέρια κάποιου άλλου πιο προσεχτικού (έστω επίσης πολυλογά, του Campanella ας πούμε στο El Secreto De Sus Ojos) θα είχε καθηλώσει, ενώ εδώ, με αυτή την κάκιστη και ανούσια, γεμάτη spoiler τεχνικής εισαγωγή, περιμένεις απλά και μόνο το πότε θα κάνει την εμφάνιση της.






Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Νοεμβρίου 2012 από την Audiovisual

1 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

πότε πια θα σταματήσει αυτός ο κανιβαλισμός. Μια χαρά ήταν η ταινία. Έλεος πια με την γκρίνια!

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική