Κι ο Κλήρος έπεσε στον Σμάιλι

του Tomas Alfredson. Με τους Gary Oldman, Tom Hardy, Mark Strong, John Hurt, Toby Jones, David Dencik, Ciarán Hinds, Colin Firth


Βαριά, τεράστια ευθύνη...
του gaRis (@takisgaris)
Ζούμε την εποχή των “run-climb-jump!” υπερ-κατασκόπων, Ethan Hunt και Jason Bourne. Ανάμεσα στις κατασκοπευτικές περιπέτειες με το ξελιγωτικό μοντάζ (η Bourne τριλογία) και τα εξωπραγματικά stunts (Mission Impossible), άραγε, υπάρχει μια γωνίτσα για την πλέον αντι-κλιμακτική, την σχεδόν στατική, αντι-κατασκοπευτική ταινία δωματίου; Όπως είναι το Tinker, Tailor, Soldier, Spy, δοσμένο από την πένα του ανυπέρβλητου στο είδος John Le Carré, γραμμένο στα 1974 και αντικείμενο μιας εξίσου αγαπημένης, 6ωρης mini σειράς στο BBC το 1979, με πρωταγωνιστή τον Alec Guinness, στον ρόλο του George Smiley, του μονοχρωματικού (βλ. γκρίζο) think tank της βρετανικής MI6.

Μετά από μια αποτυχημένη, αιματηρή αποστολή στην Βουδαπέστη, ο Smiley (Gary Oldman) επαναφέρεται στην ενεργό δράση για να αποκαλύψει τον προδότη (“mole”) μέσα στην κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (“circus”), που τα στοιχεία καθοδηγούν στο να είναι κάποιος από τους συναδέλφους του στενού του περιβάλλοντος (με τα κωδικά ονόματα που έδωσαν τον τίτλο στην ταινία). Ο τυχοδιωκτικός ερωτιάρης πράκτορας Ricky Tarr (Tom Hardy) θα ξετυλίξει πρώτος το κουβάρι των στοιχείων για τον Smiley, ώσπου σταδιακά οι αμφιβολίες θα συμπεριλάβουν τους πάντες, ακόμη και τον ίδιο τον προϊστάμενο του φλεγματικού πράκτορα, “Control” (John Hurt).

Το έχω γράψει ξανά, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό: Ο Σουηδός Tomas Alfredson μου απέδειξε περίτρανα με το προ 3τίας αριστούργημα (κι όχι μόνο ως vampire flick) Let The Right One In ότι είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει η νεότερη γενιά των 40ρηδων σκηνοθετών, παρέα με τον ιδιοφυή P.T. Anderson (There Will Be Blood). Για μένα, ως κοινό πρώτα απόλα, αυτό το πράγμα συνεπάγεται ευθύνη. Φορές μεγάλη, έως τεράστια ευθύνη. Η προσδοκία, ιδιαίτερα στην πρώτη αγγλόφωνη απόπειρα, στο μεταίχμιο της χολιγουντιανής καριέρας, βρίσκεται θεμελιωδώς... στα ύψη. Τα στοιχήματα πέφτουν βροχή: Μεγαλύτερο (κοντά στα 50 εκατ. δολάρια) budget, μια περίπου α’ εθνική Βρετανών ερμηνευτών και βεβαιότατα, oscar attention από το post-production ακόμη.

Δεν εκπλήσσομαι (παρότι περιποιούμαι τον μέγιστο σεβασμό) από το βρώμικο καφέ φιλμάρισμα του 70s Λονδίνου μέσα από τον wide-lensed φακό του Hoyte-Van Hoytema. Είναι επίσης εύκολα αναγνωρίσιμη η αναφορά στη Συνομιλία και τον Κονφορμίστα. Το ίδιο το γνώριμο ρευστό ψαλίδι του Dino Jonsater. Αντιθέτως, με συναρπάζει η ουσιαστική, στυλάτη και αισθαντική μουσική υπόκρουση του μόνιμα Almodovarικού Alberto Iglesias (που τον είχε κλέψει το άλλο το τρελόπαιδο – συγχωριανός ο Soderbergh για το άκλαυτο Ché). O πραγματικός βασιλιάς εδώ όμως είναι το art direction. Ο μικρός Tomas κράτησε σφιχτά στη μνήμη του το Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του 70, όταν βολτάριζε παρέα με τους γονείς του.

Αντιθέτως η μεγάλη μου ένσταση βρίσκεται στη σεναριακή προσαρμογή, υπό την επίβλεψη μάλιστα του ιδίου του John Le Carré. Δεν αντιλέγω ότι χρειάστηκε τιτάνια προσπάθεια να συμπυκνωθεί το 6ωρης διάρκειας κείμενο σε 2 μόλις ώρες ταινίας, από το συγγραφικό ζεύγος Bridget O’Connor (στη μνήμη της οποίας αφιερώνεται το έργο) και Peter Straughan. Ωστόσο το αποτέλεσμα είναι να παρελαύνουν πάμπολλοι χαρακτήρες, η πληροφορία να ζαλίζει αποπροσανατολιστικά, ενώ η κορύφωση να επέρχεται περισσότερο ως λύτρωση για σκηνοθέτη και συγγραφείς, παρά εκτόνωση της δικής μας αγωνίας. Γιατί, στα αλήθεια, δε νοιαζόμαστε ιδιαίτερα.

Ποιος σκοτίζεται όταν ο Alfredson, με σποραδικές ενέσεις μαγείας, σερβίρει ημισκοτεινά πλάνα πλήρη απόκοσμης σαγήνης ή όταν παιχνιδίζει με ιδιαιτέρως ειδεχθείς δολοφονίες, σαν ξυπνητζίδικο πειραχτήρι, ιδιαίτερα στην εκπληκτική τελική, αυτοπαρωδούμενη σκηνή; Μοιάζει με μαθητούδι που του έχουν βάλει με το ζόρι να διαβάσει μια ανιαρή ιστορία (λέγε με: ψυχροπολεμικής) εποχής, με πολιτικά κηρύγματα και κορώνες πατριδογνωσίας, κι αυτό κοιτά ανέμελα βλέμματα, ανοικονόμητα συναισθήματα και ανατριχιαστικές σιωπές. Και κάπου εκεί λανθάνει. Θα ήταν φερειπείν προτιμότερο να έδινε, όπως σκόπευε εξαρχής τον ρόλο του Smiley, στον παλαίμαχο John Hurt, ο οποίος αριστεύει ως “Control” παρά στον χαμαιλεοντικό, και εντελώς αγνώριστο εδώ Gary Oldman. Μπορεί αυτή η ξηρή, βαρετή, χαμένη στον εγκεφαλικό της φλοιό, σχεδόν αμίλητη φιγούρα να είναι ότι ποιο κόντρα έχει δοκιμάσει ο αξιαγάπητος ηθοποιός, όμως γίνεται ένα με την ταπετσαρία του art direction, αντί να σαρώσει το γυαλί. Η σύγκριση με τον συγκλονιστικό Alec Guinness είναι άνιση.

Για πες: O αρχιταλαντούχος Tom Hardy (Warrior, η μεγάλη έκπληξη της χρονιάς), κατευθείαν απόγονος του Marlon Brando, παρότι δίνει μια ακόμη ενστικτώδικη, συναρπαστική ερμηνεία, δεν είναι η ιδανική επιλογή για τον ρόλο που προοριζόταν για το έτερο μεγάλο ερμηνευτικό κανόνι, τον Michael Fassbender. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί του καρέ (Tobey Jones, David Dencik και ο φορτσάτος λόγω όσκαρ Colin Firth), άψογα κεντημένοι, ισοσκελισμένα καδραρισμένοι από την μαστοράντζα τον Alfredson. Όλα δουλεμένα πολύ, σαν ένα φαγητό που έχει μέσα τόσα υπέροχα υλικά όμως βγαίνει flat στη γεύση. Δε μένει στη μνήμη ως αξέχαστη εμπειρία, δε δικαιολογεί καν την αναγκαιότητα του εγχειρήματος. Ίσως ως vintage αποδόμηση του μπανάλ spy movie genre. Έχω την αναπόδραστη αίσθηση, ότι έχουμε να κάνουμε με την κλασική περίπτωση έργου που θα συγκινήσει τους κριτικούς περισσότερο από το στοχευμένο κοινό. Αυτός όμως δεν είναι ο δρόμος που ενδείκνυται για τον παραμένοντα υπέρ-φέρελπι Σουηδό.






Στις δικές μας αίθουσες, στις 16 Φεβρουαρίου 2012 από την Village

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καθώς έχω μια αδυναμία στις κατασκοπευτικές ταινίες και στον Gary Oldman περιμένω με αγωνία είναι η αλήθεια να δω το Tinker Tailor Soldier Spy, που κρίνοντας από το trailer http://www.youtube.com/watch?v=e4R3uIKTZTo είναι αρκετά σκοτεινό και επιβλητικό σαν ταινια. Περισσότερες εντυπώσεις θα σας πω μετά τις 16 Φεβρουαρίου που βγαίνει στους κινηματογράφους

Ανώνυμος είπε...

Pistevw pws to Tinker Tailor Soldier Spy tha valei ta gualia se polles kataskopeftikes tainies.Tha to dw sigoura!

Ανώνυμος είπε...

Για μένα το Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι είναι από τις καλυτερες ταινίες που έχω δει. Μυστήριο, ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα, νουαρ στοιχεία, στοιχεία έκληξης και αγωνίας! και το καλύτερο από όλα είναι πως ενώ η ταινία μοιάζει να έχει αργό ρυθμό, δεν την βαριέσαι στιγμή και τελικά καταφέρνει και να σε συνεπάρει.

Μαρία είπε...

Πολύ καλό. Εξελίσσεται αργά αλλά η ιστορία σου προκαλεί αγωνία μέχρι το τέλος. Υπέροχη ατμόσφαιρα, φωτογραφία και ερμηνείες από Oldman - Firth. 9 στα 10.

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική